- πρωτανοπία
- η, Νιατρ. χρωματική τύφλωση για το ερυθρό χρώμα, αλλ. πρωτανοψία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanopia < prot- (< πρώτος) + an- (< στερητικό αν- / α-) + -opia (< -οψ / -ωψ < ὄπωπα*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
πρωτανοψία — η, Ν [πρωτάνοψ] ιατρ. η πρωτανοπία … Dictionary of Greek